αναβαθμος

αναβαθμος
    ἀναβαθμός
    ἀνα-βαθμός
    ὅ ступень(ка) Arst.
    

ἀναβαθμῶν τρόπον Her. — наподобие ступенек, уступами


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αναβαθμος" в других словарях:

  • ἀναβαθμός — flight of steps masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναβαθμός — ο (Α ἀναβαθμὸς) [ἀναβαίνω] σκάλα, σκαλοπάτι μσν. αντιφωνικό τροπάριο αρχ. κινητή, φορητή σκάλα …   Dictionary of Greek

  • ἀναβαθμοῖς — ἀναβαθμός flight of steps masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβαθμοί — ἀναβαθμός flight of steps masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβαθμοῦ — ἀναβαθμός flight of steps masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβαθμούς — ἀναβαθμός flight of steps masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβαθμῶν — ἀναβαθμός flight of steps masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβαθμῷ — ἀναβαθμός flight of steps masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβαθμόν — ἀναβαθμός flight of steps masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβασμοῖς — ἀναβαθμός flight of steps masc dat pl ἀναβασμός progress masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβασμοί — ἀναβαθμός flight of steps masc nom/voc pl ἀναβασμός progress masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»